Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αισθάνομαι (αναλαμβάνω την)

  • 1 ευθύνη

    η ответственность, ответ;

    ποινική ευθύνη — уголовная ответственность;

    διοικητική ευθύνη — административная ответственность;

    ευθύνη του δημοσίου — государственная ответственность;

    φέρω ( — или έχω) ευθύνη — нести ответственность;

    αισθάνομαι (αναλαμβάνω την) ευθύνη — чувствовать (брать на себя) ответственность;

    αναλαμβάνω υπ' ευθύνην μου κάτι... — брать под свою ответственность;

    ζητώ ευθύνες — требовать ответа (за что-л.);

    αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη — возлагать на кого-л. ответственность

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευθύνη

  • 2 ответственность

    ответственн||ость
    ж
    1. ἡ εὐθύνη:
    солидарная \ответственность юр. τό ἐΛληλεγγυον, ἡ ἀμοιβαία εὐθύνη· нести \ответственность ἔχω (или φέρω) εὐθύνη· чувствовать \ответственность αἰσθάνομαι εὐθύνη· брать на себя \ответственность ἀναλαμβάνω τήν εὐθύνη· возлагать на кого́-л. \ответственность ἀποδίδω σέ κάποιον τήν εὐθύνη· привлекать к \ответственностьости ἀσκῶ ποινική δίωξη, ἐνάγω κάποιον·
    2. (важность, серьезность) ἡ σπουδαιότητα [-ις], ἡ σοβαρότης.

    Русско-новогреческий словарь > ответственность

См. также в других словарях:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • επαισθάνομαι — ἐπαισθάνομαι (AM) αισθάνομαι καλά με τις αισθήσεις και κυρίως με την ακοή, ακούω (α. «τίνος φωνῆς ἐπησθόμην;» Σοφ. β. «τῶν μύρων ἐπαισθόμεναι») αρχ. 1. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι («ζηλοῡν ἔχω, ὁθούνεκ οὐδέν τῶν δ ἐπαισθάνει κακῶν», Σοφ.) 2. (απολ …   Dictionary of Greek

  • εκλαμβάνω — (AM ἐκλαμβάνω) αντιλαμβάνομαι, εννοώ ή ερμηνεύω κάτι με κάποιον τρόπο ή έννοια («τόν εξέλαβε ως κακοποιό», «η υποχωρητικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία») μσν. 1. προβάλλω ένσταση 2. αισθάνομαι 3. νοικιάζω αρχ. 1. παίρνω κάτι από κάποιον 2. αρπάζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»